- χαμόμυλον
- χαμόμυλον (sic), τό,A = χαμαίμηλον, PLond.5.1788.12 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμόμηλο — το / χαμόμηλον, Ν Μ, και χαμόμυλον Μ το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαμαίμηλον*, κατ επίδραση τών σύνθ. με α συνθετικό χαμο (βλ. και λ. χαμ[αι] *)] … Dictionary of Greek